- διαλογιστικῇ
- διαλογιστικόςoffem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλογιστική — διαλογιστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιστικός — ή, ό (AM διαλογιστικός, ή, όν) [διαλογίζομαι] 1. στοχαστικός, συλλογιστικός 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η διαλογιστική και το διαλογιστικό (ν) η ικανότητα για διαλογισμό … Dictionary of Greek